Σαδδουκαίοι

Σαδδουκαίοι
οι / Σαδδουκαῑοι, ΝΜΑ
ονομασία τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο γράμμα τού μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την παράδοση, αρνούνταν την αθανασία τής ψυχής και την ανάσταση τών νεκρών και απέδιδαν μεγάλη σημασία στους τύπους τών ιεροτελεστιών, δέχονταν τη θεία πρόνοια και την ελευθερία τής βούλησης, είχαν ως σκοπό τής ζωής τους την ευζωία και από τον 2ο π.Χ. βρίσκονταν σε αντίθεση με τους Φαρισαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. εβραϊκό sāddūgi, πιθ. < Şadoq, αρχιερέας τού Ισραήλ και ιδρυτής τής αίρεσης αυτής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σαδδουκαῖοι — masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • садукей — мн. еи древнеиудейская жреческая каста и ее приверженцы , др. русск., цслав. садукеи мн. Из греч. σαδδουκαῖοι от др. еврейск. Ṣaddûq – имя основателя этой секты; см. Литтман 32; Гуте 55.8; Мi. LР 818 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Sadduzäer — Die Sadduzäer (gr. Σαδδουκαῖοι, Saddoukaîoi) waren eine in Israel in der Zeit des Zweiten Tempels aktive Gruppe des Judentums. Es existieren keine Texte, deren sadduzäischer Ursprung unbestritten ist. Die verfügbaren Informationen stammen aus… …   Deutsch Wikipedia

  • Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει …   Dictionary of Greek

  • Σαδόκ — Ανώτατος Ιουδαίος αρχιερέας της εποχής του Δαβίδ και του Σολομώντα απόγονος του Ααρών από τον οίκο του Ελεάζαρ. Παράλληλα μ’ αυτόν αρχιεράτευε στα χρόνια του Δαβίδ και ο Αβιάθαρ, ο οποίος όπως φαίνεται είχε μοιράσει με εκείνον τις διακονίες. Κατά …   Dictionary of Greek

  • Φαρισαίοι — Ονομάστηκαν έτσι όσοι ανήκαν στο θρησκευτικό ρεύμα που εμφανίστηκε στους κόλπους του ιουδαϊσμού ως αντίδραση στην ελληνιστική επίδραση, η οποία απειλούσε να εξαφανίσει τις παραδόσεις του Ισραήλ. Αντίπαλοι του κόμματος των Σαδδουκαίων,… …   Dictionary of Greek

  • Σαδδουκαίοις — Σαδδουκαί̱οις , Σαδδουκαῖοι masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαδδουκαίους — Σαδδουκαί̱ους , Σαδδουκαῖοι masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαδδουκαίων — Σαδδουκαί̱ων , Σαδδουκαῖοι masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”